πρωτοδότης

πρωτοδότης
ὁ, Α
ο πρώτος χορηγός, αυτός που πρώτος ή για πρώτη φορά δίνει σε κάποιον κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + -δότης (< δίδωμι, πρβλ. δόσις, δοτός), πρβλ. μισθοδότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”